- μεγαλοψύχῳ
- μεγαλοψύ̱χῳ , μεγαλόψυχοςhigh-souledmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοψυχώ — μεγαλοψυχῶ, έω (ΑM) [μεγαλόψυχος] μσν. είμαι εκστατικός, μεταρσιωμένος, βρίσκομαι σε έξαρση («πάντες μεγαλοψυχοῡμεν, σοῡ ἡδρασμένου», Θεόδ. Στουδ.) αρχ. (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. δαψιλέστατος) είμαι γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος … Dictionary of Greek